μπουρμπουάρ

μπουρμπουάρ
το άκλ. чаевые

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "μπουρμπουάρ" в других словарях:

  • μπουρμπουάρ — το άκλ. βλ. πουρμπουάρ …   Dictionary of Greek

  • πουρμπουάρ — και μπουρμπουάρ, το, Ν άκλ. φιλοδώρημα που δίνεται είτε για την παροχή υπηρεσιών είτε ως ένα επί πλέον τής οφειλόμενης αμοιβής ποσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pourboire «φιλοδώρημα» < γαλλ. φρ. pour boire «για να πιεις»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»